- δοτῆρος
- δοτήρgivermasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
податель — ПОДАТЕЛ|Ь (23), Ѧ с. 1.Тот, кто дарует, ниспосылает чтол. (о Боге): господи. тѧ свѧтынѧ подателѧ. славимъ молѧщесѧ. Стих 1156–1163, 98 об.; вл҃дко мои г҃и вьседрьжителю бл҃гымъ подателю. ЖФП XII, 27а; ис пьрва. гръзнъ же въ приношениѥ приносимъ.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
υπερφυής — ές / ὑπερφυής, ές, ΝΜΑ 1. αυτός που υπερβαίνει τη φύση, που βρίσκεται πάνω από τον φυσικό κόσμο, υπερφυσικός (α. «υπερφυής κόσμος» β. «δοτῆρος ἀφθόνου καὶ ὑπερφυοῡς, ὑπερφυᾱ κεκτημένου μεγαλοπρέπειαν», Δαμασκ. Ι. γ. «ὑπερφυᾱ ἁπλότητα», Διον.… … Dictionary of Greek